ἁλιευτικός

ἁλιευτικός
ἁλι-ευτικός, ή, όν,
A of or for fishing, ἁ. πλοῖον fishing-boat, X.An.7.1.20; ἁ.κάλαμος fishing-rod, Arist.PA693a23; ἁ. βίος fisher's life, Id.Pol.1256b2:—ἡ -κή (with or without τέχνη) art of fishing, Pl.Ion538d, Sph.220b; Ἁλιευτικά, τά, title of poem by Opp. on this subject; ἁλιευτικόν, τό, the fishing population, Arist. Pol.1291b22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἁλιευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιευτικός — ή, ό (Α ἁλιευτικός, ή, όν) [ἁλιεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος 2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψαρέματος, η ψαρική νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο… …   Dictionary of Greek

  • αλιευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία ή στον ψαρά: Τα αλιευτικά σύνεργα είναι σήμερα πολλά. 2. το θηλ. ως ουσ., η αλιευτική η τέχνη του ψαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁλιευτικά — ἁλιευτικός of neut nom/voc/acc pl ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc/acc dual ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικῶν — ἁλιευτικός of fem gen pl ἁλιευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικόν — ἁλιευτικός of masc acc sg ἁλιευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικαῖς — ἁλιευτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικοῖς — ἁλιευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικοί — ἁλιευτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικοῦ — ἁλιευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικούς — ἁλιευτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”